- παρακατασχεῖν
- παρακατέχωkeep backaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακατέχω — ΜΑ συγκρατώ στη μνήμη αρχ. 1. αναχαιτίζω, εμποδίζω («αὐτοὺς τε ἡσυχάζειν καὶ τοὺς ἄλλους παρακατέχειν», Θουκ.) 2. ανακόπτω («τῆς μὲν Ἀλκμήνης παρακατασχεῑν τὰς ὠδίνας», Διόδ.) 3. (σχετικά με υγρά) παρακωλύω, παρεμποδίζω την κυκλοφορία τους 4.… … Dictionary of Greek